- ραίντγκεν
- και ρέντγκεν Ν1. μονάδα δόσης έκθεσης μιας ιοντίζουσας ακτινοβολίας, όπως είναι οι ακτίνες Χ ή οι ακτίνες γ2. φρ. «ακτίνες Ραίντγκεν» — οι ακτίνες Χ.[ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα τού Γερμανού Φυσικού Rontgen].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… … Dictionary of Greek
ακτινοδερματίτιδα — Αλλοίωση του δέρματος, πρόσφατη (πρώιμο στάδιο) ή παλαιά (όψιμο στάδιο) που οφείλεται είτε στην ακτινοβολία μιας θέσης του δέρματος σε μεγάλες δόσεις για θεραπευτικούς σκοπούς είτε στη συνεχή ακτινοβολία (επαγγελματική α.) με ακτίνες Ρέντγκεν,… … Dictionary of Greek
ενδορραδιοθεραπεία — η θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται οι ακτίνες Ραίντγκεν για παθήσεις που έχουν προσβάλλει τους βλεννογόνους φυσιολογικών κοιλοτήτων … Dictionary of Greek
κρυσταλλογράφημα — το το ακτινογράφημα που λαμβάνεται όταν λεπτή δέσμη ακτίνων Ραίντγκεν συνεχούς φάσματος που προσπίπτει σε κρύσταλλο ή κρυσταλλική σκόνη υποστεί περίθλαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crystallogram < crystall(o) (< κρύσταλλος) + gram … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
ρέντγκεν — το, Ν βλ. ραίντγκεν … Dictionary of Greek
σονάρ — Ηχητική συσκευή με την οποία εντοπίζεται η θέση ενός αντικείμενου χάρη στα ηχητικά κύματα που εκπέμπει η συσκευή αυτή και που τα συλλάμβανα όταν ανακλαστούν πάνω στο αντικείμενο. Δηλαδή λειτουργεί όπως το ραντάρ. Αντί όμως για ηλεκτρομαγνητική… … Dictionary of Greek